- φράκτης
- φράκ-της, ου, ὁ,A sluice with gates, Procop.Aed.2.3; = saeptor, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φράκτης — ο, ΝΜΑ, και φράχτης Ν μόνιμο ή πρόχειρο τείχισμα που περικλείει έναν χώρο, φράγμα νεοελλ. 1. περίφραγμα καλλιεργήσιμης έκτασης από κλαδιά ή από αγκαθωτούς θάμνους 2. τεχνολ. φρακτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρακ τού ρ. φράζω* (ΙΙ) + κατάλ. της*. Ο… … Dictionary of Greek
φρακτῆς — φρακτός fenced fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρακτῶν — φράκτης sluice with gates masc gen pl φρακτός fenced fem gen pl φρακτός fenced masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φράκτην — φράκτης sluice with gates masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek
έρκος — ἕρκος, τὸ (AM) φραγμός μσν. κιγκλίδωμα στη βάση τής κλίμακας τού άμβωνα αρχ. 1. περίβολος, φράκτης κήπων ή αμπελώνων 2. ο αυλόγυρος* 3. η αυλή τού σπιτιού 4. το όστρακο που περικλείει την πίννα 5. τείχος για υπεράσπιση, προμαχώνας 6. το δίχτυ, ο… … Dictionary of Greek
δενδροφράκτης — ο ο φράκτης που σχηματίζεται από τις ρίζες τών δένδρων και τών θάμνων και βοηθάει στη συγκράτηση τών χωμάτων σε κατηφορικά κυρίως εδάφη … Dictionary of Greek
επιφράκτης — ο ναυτ. καθεμιά από τις αφαιρετές σανίδες που καλύπτουν το βάθος τού κύτους τού πλοίου δεξιά και αριστερά από το εσωτρόπιο*. κν. το πανιόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φράκτης. Η λ. επιφράκται μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek
καλαμωτός — ή, ό (Μ καλαμωτός, ή, όν) [καλαμώ] νεοελλ. 1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλάμια, ο καλαμένιος («καλαμωτή καλύβα») 2. το θηλ. ως ουσ. η καλαμωτή α) πλέγμα από καλάμια, το οποίο περιβάλλει, περιζώνει κάτι β) καλαμένιος φράκτης κήπων που… … Dictionary of Greek
μάκελλον — μάκελλον, και μάκελον, τὸ (Α) 1. φραγμός, τόπος περιφραγμένος 2. σφαγείο, κρεοπωλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι πρόκειται για σημιτικό δάνειο (πρβλ. εβρ. miklā «φράκτης, μάντρα») είναι αμφίβολη. Κατ άλλη άποψη, η λ. έχει σημιτική … Dictionary of Greek
πατουλιά — Όνομα 2 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 99 μ.), στην πρώην επαρχία Τρικάλων του ομώνυμου νομού. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγρινίου. * * * και… … Dictionary of Greek